- ἀποίκησις
- ἀποίκ-ησις, εως, ἡ, = sq.,A emigration, Hsch., Suid.; dub. in D.H.2.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποίκησις — emigration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποίκηση — η (AM ἀποίκησις, εως) νεοελλ. η εγκατάσταση αποίκων σε ορισμένη περιοχή αρχ. μσν. η μετανάστευση … Dictionary of Greek
ԲԱՑԱԲՆԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 470 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἑξοίκισις expulsio e domo, ἁποίκησις peregrinatio, emigratio Տարագրութիւն ʼի բնակութենէ. վտարանդութիւն. գաղթականութիւն. *Վասն բարեբանութեան ʼի բաց փոխելոց՝ անուն եդեալ բացաբնակութիւն: Նախնի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀποικήσεως — ἀποικήσεω̆ς , ἀποίκησις emigration fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκησιν — ἀφικνέομαι arrive at aor subj mp 2nd sg (epic) ἀποίκησιν , ἀφικνέομαι arrive at aor subj act 3rd sg (epic) ἀπεοικώς to be unlike perf subj act 3rd sg (epic ionic) ἀποίκησις emigration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)